Σιωπηλός φύλακας

Πριν είκοσι σχεδόν χρόνια, μια νύχτα την οποία ο αναγνώστης παρακαλείται να φανταστεί χειμωνιάτικη χάριν ποιητικής αδείας, η σύντομη διήγηση μας μεταφέρει πίσω, σε μια Χίο κρυστάλλινη και γαληνεμένη. Λίγο έξω απ' τη χώρα της Χίου και μέσα στον ίδιο περιφραγμένο περίβολο συστεγάζονταν, τότε, το Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού όπου υπηρέτησα κι ο αντίστοιχος Λόχος Υποψηφίων Βαθμοφόρων όπου υποχρεωθήκαμε, κάποιοι από μας, να υπομείνουμε ακούσια και βαριεστημένα την παντελώς άχρηστη δήθεν εκπαίδευση του κληρωτού Λοχία. Εκεί, στον αφηρημένο χώρο ανάμεσα σ' έναν από τους πλευρικούς τοίχους του Λόχου και τα σταθμευμένα στρατιωτικά οχήματα, απλώνονταν τα όρια μιας σκοπιάς απ' την οποία είχαμε χρέος να επιβλέπουμε τον Όρχο κατά την υπηρεσία μας. Δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία, βέβαια, προκειμένου να υποψιαστεί κανείς πως η μοναχική φιγούρα που φυσούσε και ξεφυσούσε αναμετρούμενη με την αϋπνία, κάποια δύσκολη ώρα της γερμανικής βάρδιας -δηλαδή, μεταξύ δύο και τέσσερις το πρωί- άνηκε στον γράφοντα, ο οποίος θα 'τανε δε θα 'ταν τότε 26 χρονών. Ελπίζω, ο καλός αναγνώστης, να μην περιμένει πως θα μπορούσα σήμερα να του μεταφέρω έστω και την παραμικρή απ' τις αμέτρητες κι ασυνάρτητες σκέψεις εκείνης της ώρας, από αυτές με τις οποίες κάθε σκοπός παλεύει να ξεγελάσει το χρόνο ή την κούραση της νύστας και της ορθοστασίας. Ένα αόριστο, ωστόσο, αίσθημα πλανιόταν τη νύχτα ετούτη στην ατμόσφαιρα, ένα αίσθημα τόσο πρωτόγνωρο ώστε η μνήμη του έχει διατηρηθεί, σχεδόν ανεξίτηλη μέχρι τα σήμερα, ανατροφοδοτούμενο βέβαια περιστασιακά από τις κατάλληλες αφορμές, όπως αυτή για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα.

Η αδιόρατη υποψία, για την οποία γίνεται λόγος, δεν ήταν παρόλα αυτά φορτωμένη με το απειλητικό εκείνο αίσθημα το οποίο προβάλλουν συνήθως οι λιπόψυχοι χαρακτήρες -σαν και του λόγου μου- σε ήχους και σκιές, καθώς η φαντασία παλεύει να συνδράμει την πανωλεθρία της όρασης, μα δυστυχώς με τ' ακριβώς αντίθετα γεννήματα από 'κείνα που 'χει ανάγκη. Όχι, όχι. Στο κάτω-κάτω, όπως προείπαμε, όλη η ατμόσφαιρα ήταν κουρνιασμένη μέσα σε μια βαθιά γαλήνη κι οι μόνοι ήχοι που καταδέχονταν τις αισθήσεις ήταν το σούρσιμο των άρβυλων πάνω στο νωτισμένο χώμα και πότε-πότε ένα ξέπνοο χασμουρητό ή ρίγος. Έτσι τέλος πάντων διήγε ο κόσμος μες στη βαθιά εκείνη νύχτα, νηφάλιος, αφημένος με τρυφερότητα σε μία ατελείωτη και σιωπηλή αναμονή. Το αόριστο αίσθημα που περιγράψαμε, μολονότι σε καμία περίπτωση ανησυχητικό όπως είπαμε, ήταν παρόλα αυτά επίμονο όσο και παράδοξο κι άφηνε στις αισθήσεις μια ελαφριά επίγευση παρακολούθησης. Θέλω να πω, πως ενώ δεν υπήρχε η παραμικρή υπόνοια παρουσίας, ανθρώπινης ή άλλης, υπήρχε ωστόσο μια διάχυτη εντύπωση ότι κάποιος είχε στυλώσει τη ματιά του πάνω σου. Δεν είπαμε, ωστόσο, πως ένα βασικό αίτιο της αοριστίας αυτού του αισθήματος ήταν επιπλέον και το γεγονός πως παρέμενε οριακά ασυνείδητο, δηλαδή σ' εκείνη την αντιληπτική γκρίζα ζώνη όπου γεννιούνται οι μύθοι, και μόνο κατόπιν εορτής μπόρεσα ν' αναγνωρίσω την ύπαρξή του ενσωματώνοντάς το στη ροή των γεγονότων. Είπαμε, όμως, πως πρόκειται για σύντομη διήγηση κι επομένως ας μην κουράσουμε τον υπομονετικό αναγνώστη περαιτέρω κι ας προχωρήσουμε επιτέλους σ' εκείνο το αναπάντεχο συμβάν, το οποίο αποτίναξε και το τελευταίο ίχνος ύπνου απ' τα βλέφαρα, κάνοντας από τότε την ψυχή μου να κοντοστέκεται με δέος στην ανάμνησή του.

Ξάφνου, λοιπόν, κάποια ανυποψίαστη στιγμή κι ενώ το νυχτερινό σκηνικό έμοιαζε αποκρυσταλλωμένο εις το διηνεκές, μία ελάχιστη ψηφίδα από τούτο τ' άψυχο μωσαϊκό έπιασε να γέρνει ανεπαίσθητα, σα θρόισμα αποστερημένο απ' τον ήχο, κι άρχισε σιγά-σιγά ν' αποκολλάται απ' τον κόσμο των ψυχών και των ίσκιων προς στον κόσμο του φωτός και της ύλης. Ένα πυκνό νεφέλωμα, μια μπαμπακένια τολύπη ζωής γλίστρησε, τότε, με χάρη στο προσκήνιο κι έτσι, χτυπημένη απότομα απ' το ψυχρό φως του αντικρυνού στύλου, απέκτησε ξαφνικά υπόσταση. Επέλεξε μια τροχιά του αέρα, από εκείνες που γνωρίζουν μόνον οι ψίθυροι και τα πλάσματα της νύχτας, κι αφέθηκε πάνω της με τόση ευγένεια, ώστε θαρρούσε κανείς για λίγο πως δεν υπήρχε πλέον ατμόσφαιρα κι ούτε η παραμικρή αναγκαιότητά της, προκειμένου να συντελεστεί το ελάχιστο θαύμα που μόλις αντιλαμβανόμουν. Πιθανότατα, ακόμη, η εντύπωση ετούτη να επιτάθηκε κι από το γεγονός πως εκείνες τις ελάχιστες στιγμές τα στήθη μου είχαν απομείνει αποσβολωμένα κι η μοναδική μετέωρη ανάσα εντός τους έμοιαζε να εξαντλεί όλον το φυσικό αέρα του κόσμου -ούτε έναν αναστεναγμό περίσσευμα. Τέλος, ο φασματικός επισκέπτης οδηγημένος από την αναγκαιότητα που αρχικά τον ενέπνευσε πέρασε κάποτε το απροσδιόριστο εκείνο όριο, όπου δεν είναι πια μήτε ακέραιο φως, μήτε και σαφές σκοτάδι κι εξαϋλώθηκε το ίδιο ανεπαίσθητα κι αθόρυβα, όπως ακριβώς σαρκώθηκε στο μικρό σύμπαν της σκοπιάς μου, έναν παλμό της καρδιάς νωρίτερα. Όλα τούτα φυσικά, όπως θα καταλάβατε, γίνηκαν μέσα σ' ένα κλάσμα του συνηθισμένου χρόνου και, δυστυχώς, το μεγαλύτερο μερίδιο διεκδικήθηκε από την κώχη του ματιού περισσότερο, παρά απ' την κόρη. Μα κι έτσι ακόμη, στάθηκε βίωμα ικανό να ξεχειλίζει ίσαμε σήμερα απ' τα χείλη μου με αμείωτο σεβασμό κι ίσως με κάποια λατρεία, καθώς από τότε δεν έχω αντικρύσει ον που να περιγελά τους ήχους και τα αισθήματα με τόση φυσικότητα, πλάσμα που να σιγεί με τόση ευγένεια.

Ο νυχτερινός αυτός και διακριτικός σύντροφος στεκόταν προφανώς για κάποιαν ώρα στην πρόχειρα διαλεγμένη βίγλα του, δίχως ωστόσο να προδίδει την παραμικρή ένδειξη παρουσίας -πέραν ίσως από κάποιαν αδιόρατη κίνηση βλέμματος. Από την άλλη πάλι, στο νυσταγμένο εγκέφαλο του γράφοντος συντελούνταν μια σαφής αντίφαση μερών, εξ ου και η απροσδιοριστία του αισθήματος, αυτό που ήμουν αναγκασμένος ν' αποκαλέσω προσωρινά διαίσθηση, δίχως ωστόσο να υπονοώ τίποτε παραφυσικό. Το οπτικό ερέθισμα είχε προφανώς ολοκληρώσει τη διαδρομή του, ώστε ένα μέρος της νόησης απόκτησε κάποια στιγμή συνείδηση κάποιας μεταβολής των ίσκιων, των δομών, πως ένα αμφίβολο κάτι δεν ήταν πλέον όπως πριν. Από την άλλη ωστόσο το τμήμα της νόησης εκείνο, το οποίο ήταν μαθημένο ν' αποκαλύπτει μορφές και σχήματα, διαρκώς αποτύγχανε, δεδομένης φυσικά και της απορίας επαρκών αισθημάτων μες στην προχωρημένη νύχτα. Μα υποθέτω κι εξαιτίας ενός χάσματος μεταξύ εμπειρική γνώσης απ' τη μία (ποτέ στη ζωή μου δεν είχα συναντήσει αληθινή κουκουβάγια), προσδοκιών κι ειδικών συνθηκών από την άλλη (μια κουκουβάγια ήταν το τελευταίο που περίμενα να δω στο νυσταγμένο εκεί και τότε). Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος είχε γνώση μιας  μεταβολής, μ' αδυνατούσε να σχηματίσει συνείδηση, να κάνει τη σύνδεση και τη μετάφραση. Εκείνη η παροδική ανημπόρια του νου, η αμηχανία, το καλύτερο που μπορούσε να προσφέρει ήταν ένα αόριστο διαίσθημα παρουσίας, ώστε να θέσει τουλάχιστον τη συνείδηση σε επιφυλακή για το αναπάντεχο.

Σήμερα όμως στέκομαι εδώ, απέναντί σου καλέ αναγνώστη, κι η σκέψη μου επιστρέφει σ' εκείνες τις λυπηρά σύντομες στιγμές. Και σκέφτομαι πως αυτή η μαγεία, αυτό το θαύμα, αυτή η εντύπωση η οποία συντελείται όταν δυο πλάσματα του κόσμου έρχονται σ' επαφή, καθώς τα πάντα γύρω τους έχουν κατασιγήσει, δε χωρά σε καμία βιντεοσκόπηση ή άλλη καταγραφή, ούτε αναλογική, ούτε ψηφιακή, ούτε οποιασδήποτε ανάλυσης, ευκρίνειας και διαστατικότητας. Ετούτη η ακραιφνής εμπειρία είτε βιώνεται όπως είναι, γυμνή και τέλεια, είτε ακυρώνεται ολοσδιόλου. Γιατί συμβαίνει, όπως ακριβώς κι η φωτογραφία ενός αγαπημένου προσώπου, να είναι αφορμή μνήμης και όχι μνήμη καθαυτή, έτσι κι εδώ. Δίχως την πραγματική μνήμη οι υπομνήσεις καταρρέουν σε θρύμματα. Όλα ετούτα τα υπέροχα σκηνοθετημένα κι ενορχηστρωμένα αποσπάσματα αισθημάτων, τα οποία συνιστούν οι διάφορες ηλεκτρονικές μαρτυρίες του φυσικού κόσμου εν γένει ή των ζώων ειδικότερα, θαρρούμε ότι πλουταίνουν τον άνθρωπο όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, τον φτωχαίνουν και τον αποδυναμώνουν. Τον ωθούν στην έξη της πλάνης, αντί στη δίψα για  τον αληθινό κόσμο. Δεν είναι η Παναγιώταινα που υπερνικά τ' ολότερα, μα περισσότερο η αλαζονεία μιας ψυχικής οκνηρίας που γίνεται μονόδρομος. Τέτοιες υποθετικά αναγκαίες ευτέλειες, τελικά απισχναίνουν την αντίληψη, ώστε ακόμα κι όταν δεν παραποιούν εντελώς την πραγματικότητα αμβλύνουν τις εντυπώσεις τόσο, ώστε να πρέπει να παραδεχτούμε θλιβερά πως ενώ αισθανόμαστε πλήρεις αισθημάτων, κατά βάθος, δεν έχουμε ζήσει απολύτως τίποτα. Κι έτσι, το παρακάτω βίντεο που στάθηκε η αφορμή για όλη αυτή την αναπόληση κι ενθύμηση, οσοδήποτε εντυπωσιακό, δεν είναι παρά ένα γελοίο ανέκδοτο, μια αστόχαστη βλαστήμια, άμα το βάλω πλάι να συγκριθεί μ' εκείνη τη μαγική νύχτα στη Χίο, είκοσι χρόνια πίσω. Τότε δηλαδή που ο Κόσμος μ' άφησε μια στιγμή να χαζέψω, μέσα απ' τη ρωγμή που χάραξε στο βλέμμα εκείνος ο αιθέριος λευκός επισκέπτης, όλες τις μυήσεις τις οποίες ο ακόρεστος καρκίνος των ανθρώπων κατέπνιξε με την εξάπλωσή του, όλα τα αισθήματα και τις σχέσεις απ' τα οποία βίαια η ζωή μας στειρώθηκε κι απόμεινε να γεννά, πλέον, μόνον τα τεχνικά τερατουργήματα τις ανθρώπινης υπαρκτικής μοναξιάς.


Υστερόγραφο : Για να στέκονται, ωστόσο, τα πράγματα σύμμετρα με την (ή έστω μία) πραγματικότητα και να μην εξωραΐζονται δανειζόμενα υπέρ το δέον ανθρώπινες ιδιότητες περί χάριτος ή άλλων ευγενών, καταθέτω και την παρακάτω μαρτυρία, η οποία απέχει πολύ απ' το να 'ναι εξίσου κολακευτική με τα προηγούμενα! :) Τα ζώα, προφανώς, δεν δίνουν δεκάρα για την ανθρώπινη κρίση περί κάλλους κι ούτε γενικότερα για την ανθρώπινη κρίση. Και πολύ καλά κάνουν, θαρρώ, καθόσον η υπερεκτιμημένη ανθρώπινη κρίση δεν είναι, ούτ' αυτή με τη σειρά της, ιδιαίτερα κολακευτική για τον τόπο παραγωγής της. Σα μια παρέα από γριές άρπυιες, λοιπόν, η παρακάτω συμμορία μας υπενθυμίζει αν όχι μια «χυδαία» εκδοχή Waldorfs και Statlers, τουλάχιστον πως υπάρχουν θεάματα τα οποία θα προτιμούσαμε να μην είχε γίνει ουδέποτε η γνωριμία τους!

Brief reflection on accuracy

By Miroslav Holub

Fish
   always accurately know where to move and when,
   and likewise
   birds have an accurate built-in time sense
   and orientation.

Humanity, however,
   lacking such instincts resorts to scientific
   research. Its nature is illustrated by the following
   occurrence.

A certain soldier
   had to fire a cannon at six o’clock sharp every evening.
   Being a soldier he did so. When his accuracy was
   investigated he explained:

I go by
   the absolutely accurate chronometer in the window
   of the clockmaker down in the city. Every day at seventeen
   forty-five I set my watch by it and
   climb the hill where my cannon stands ready.
   At seventeen fifty-nine precisely I step up to the cannon
   and at eighteen hours sharp I fire.

And it was clear
   that this method of firing was absolutely accurate.
   All that was left was to check that chronometer. So
   the clockmaker down in the city was questioned about
   his instrument’s accuracy.

Oh, said the clockmaker,
   this is one of the most accurate instruments ever. Just imagine,
   for many years now a cannon has been fired at six o’clock sharp.
   And every day I look at this chronometer
   and always it shows exactly six.

Chronometers tick and cannon boom.

[ Πηγή: Poetry Foundation ]

Το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι

Υπάρχουν φωτογραφίες οι οποίες σε σοκάρουν τόσο, ώστε αν δε ξεσπάσεις σε λυγμούς (ή πάλι αφού ξεσπάσεις) πιάνεις να γράφεις και να γράφεις, μέχρι που κάποτε το σώμα σου δεν έχει πλέον σημασία. Δεν πεινάς, δε διψάς, ίσως κιόλας να μην αναπνέεις, ίσως πάλι ν' αναπνέεις όσο ανεπαίσθητα απαιτεί μια τυπική συντήρηση της ύπαρξης. Έχεις απομείνει μια ματιά καθαρή από προσμίξεις κι αντιπαρατίθεσαι μονάχα με μιαν άλλη ματιά ή με τις λέξεις, που συχνά είναι το ίδιο. Μ' άλλα λόγια, η συνείδηση οργώνει τον εαυτό της. Τις στιγμές αυτές, όλος ο κόσμος κι όλες οι συναρτήσεις του καταρρέουν σε θραύσματα. Απομένουν μόνο συναισθήματα ανέκφραστα, πρωτογενή, κι εσύ παλεύεις μάταια να τα στριμώξεις στα μικρά πλοιάρια διαφυγής, που είναι οι λέξεις, με την προσδοκία να ξεφύγουν απ' τον όλεθρο, με την ελπίδα να σωθούν απ' την άλωση ετούτη π' απλώνεται σα πυρκαγιά κι εξαγνίζει βίαια τα σωθικά σου. Αύριο, σαν ξυπνήσεις πια φορτωμένος με την καινούργια θέαση, στην οποία άκων μυήθηκες, θα είσαι ένας άλλος κι ο κόσμος θα πρέπει να χτιστεί απ' την αρχή στα ερείπιά του.

Μ' άλλοτε, είναι φορές που σοκάρεσαι με τέτοιον τρόπο, ώστε τα προηγούμενα δεν έχουν καμία σημασία. Απομένεις αμήχανος, για ώρες ή μέρες ή για πάντα. Η επόμενη φωτογραφία είναι μια τέτοια έκρηξη, η οποία σε αφήνει διαμελισμένο, καταμεσίς μιας οθόνης που δεν έχει πια νόημα. Αφημένος στην άκρη σαν ξέψυχη μαριονέτα, κάθε βούληση και προσανατολισμός απόλλυνται. Αν ήταν ο άνθρωπος κάτι, ως τα τώρα, ήταν πρωτίστως πρόσωπο. Έτσι έμαθες να συλλογάσαι τους ανθρώπους που αγαπάς, έτσι να διεκδικείς από τη λήθη εκείνους που δεν είναι πια ή τους ανθρώπους που δε γνώρισες ποτέ, αλλά σ' έπλασαν με τον τρόπο τους. Τι απομένει, λοιπόν, στον άνθρωπο αν του στερηθεί το πρόσωπο; Κι ομως ετούτο το συναίσθημα δε μοιάζει απόγνωση, μήτε αποστροφή. Είναι σίγουρα δέος, μα κυρίως μι' άβολη ανησυχία μπροστά σε τούτο το ανοιχτό ερώτημα, που δε σ' έχει ανάγκη για την απάντησή του. Προχωρά δίχως εσένα μα σε προσκαλεί να το συνδράμεις. Ετούτη η αφύπνιση σ' ένα επόμενο στάδιο συνείδησης, δεν έρχεται τελικά ούτε απ' την φιλοσοφία, ούτε απ' την αγάπη. Επιδράμει στις ζωές μας αδήριτο, μέσα απ' την επιτακτική ανάγκη ενός πλάσματος για ζωή και την τεχνολογική δυνατότητα. Υπάρχει επιλογή άλλη, πέρα απ' την επιλογή του δώρου της επικοινωνίας σ' ένα πρόσωπο που τη στερήθηκε με τέτοια δεινότητα, ώστε κανείς αλώβητος δε μπορεί να χωρέσει στη στενή του αντίληψη; Υπάρχει επιλογή άλλη, παρά να προχωρήσουμε και ν' αγκαλιάσουμε κι ετούτη τη νέα αλήθεια, που αρχίζει ν' ανασαίνει δειλά;

Μ' αν εξαιρέσει κανείς τις πολλαπλές αλληγορίες ή τις ειρωνίες ετούτης της φωτογραφίας (παρατήρησε άραγε κανείς ότι το μόνο πρόσωπο δίχως μάσκα είναι μια «μάσκα» δίχως πρόσωπο;) απομένει μονάχα ετούτη η ένσταση : γι' αλλη μια φορά το γεγονός-συμβάν παίρνει το προβάδισμα σε σχέση με το γεγονός-άνθρωπο. Η γυμνή ιστορία του ανθρώπου που θα ντυθεί μια νέα ζωή θα παραμείνει σφραγισμένη πίσω απ' το ιατρικό απόρρητο, την αδιαφορία ή την απέχθεια, αφήνοντας το αληθινό ερώτημα έρμαιο της απανταχού ηθικολογίας. Γιατί το ουσιαστικό ζητούμενο, εκείνο που δυστυχώς θ' αποσυντεθεί τάχιστα μέσα στην οχλαγωγία της επικαιρότητας, δεν είναι τελικά ποιο «πρόσωπο» θα μεταμοσχευθεί, αλλά ποιο πρόσωπο θα γεννηθεί όταν - καλώς εχόντων των πραγμάτων - η ασυνθηκολόγητη βούληση, πίσω απ' τους μύες και τα νεύρα, αναδυθεί στην επιφάνεια σαν το πρώτο κι αυθόρμητο χαμόγελο. Κλείνω αυτή την ανάρτηση, αφήνοντας τους γενναιότερους από εσάς να συνεχίσετε στην αληθινή ιστορία της Katie Stubblefield, πίσω απ' το χειρουργικό στιγμιότυπο. Αυτές οι εικόνες χρειάζονται μήνες για να τις χωνέψει κανείς κι είναι τίμιο να λιποψυχούμε, αλλά δεν είναι τίμιο να πάψουμε να προσπαθούμε, απέναντι στο πρόσωπο εκείνης που τελικά είμαστε εμείς ή αυτοί που αγαπούμε.


Είκοσι χιλιάδες νάιλον κάτω απ' τη θάλασσα

Τραγική ειρωνία; Κάθε που ο άνθρωπος ξεπερνάει εαυτόν, διαπιστώνει περίτρανα ότι κι ο εαυτός του ξεπερνά τον άνθρωπο. Ça veut dire : ο Λούκυ Λουκ του παραλογισμού. Μισό αιώνα (συν τα ψιλά) μετά τους Jacques Piccard και Don Walsh κι εφτά γιομάτους χρόνους μετά τον James Cameron, ένας ακόμη αθεόφοβος εγχειρηματίας, ο Victor Vescovo, θα πιάσει κι ετούτος πάτο, βουτώντας στα 10.927 μέτρα - ή αν το θέλετε να ξεμπερδεύουμε : 11 στρογγυλά χιλιόμετρα. Για όσους είχανε χάσει τα προηγούμενα επεισόδια, το δέος χτυπάει κόκκινο κι η φαντασία πιάνει να οργιάζει. Ποιοι θησαυροί αμύθητοι και ποια γεννήματα ανίερα, ποια ασύλητα μυστήρια φωλιάζουν άραγε στα τρίσβαθα των Μαριανών, περιμένοντας να καταβροχθίσουν κάποτε τον ανθρώπινο νου ή τη σάρκα;


Κι όμως, η καθημερινή τριβή με τον κινηματογράφο - όπως και κάθε αισθητική υπερβολή - έχουν καταφέρει λοιπόν το πλήγμα τους. Η φυσική έκπληξη του ανθρώπου έχει αλλοτριωθεί αισθητά, όσο κι η σύμμετρη αντίληψη της πραγματικότητας. Η πρώτη εντύπωση είναι μια στάλα απογοητευτική : μήτες αδηφάγα φύκια γέρνουν ασφυκτικά πάνω απ' το φακό, μήτες οξειδωμένοι σκελετοί κουρνιάζουν στις κώχες μοβόρων σπηλαιωμάτων, μήτε δυσπλαστικά πλοκάμια περιελίσσονται γύρω από γιγάντια καλαμάρια ή κράκεν. Μονάχα μια μονότονη, χαριτωμένη αμμουδιά, καταποντισμένη σε μια πνιγηρή ηρεμία και μιαν άβυσσο απέριττη. Κι εκεί, εν μέσω γαλήνιας έκπληξης κι αρμονικής μετεώρισης, καθώς ο νους παρακολουθεί την κίνηση κάμερας και φωτός σαγηνευμένος, κοιτάζοντας ενστικτωδώς πάνω απ' τον ώμο του εκείνη την αδιόρατη απειλή που ίσως απόμεινε αστάθμητη από την πρόνοια και τη φαντασία, ξάφνου, σε μια στροφή του δρόμου η μαγεία καταρρέει εκκωφαντικά. Είναι εκείνη η παράταιρη ιδιότητα μερικών πραγμάτων, την οποία ο λαϊκός κόσμος θίγει με την εύστοχη αργκό του και τον αδόκιμο όρο "ξεγκαβλέ". Ξάφνου, λοιπόν, σε μια στροφή του δρόμου, τα πάντα γίνονται τελείως ξεγκαβλέ!

Έντεκα χιλιόμετρα κάτω απ' την επιφάνεια της θάλασσας έχει θρονιαστεί μια ακόμη απερίφραστη απόδειξη πως η μαλακία προηγείται του ανθρώπου, όπως ακριβώς η υστερική φωνή του Αδόλφου Χίτλερ, θα προηγείται εις τον αιώνα των αιώνων, από την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν - ή έστω τη Σκόνη και Θρύψαλα του Κορκολή. Ένα αντικείμενο που μοιάζει με μικρή πλαστική σακούλα - κατά τα λεγόμενα του επικεφαλής, τα οποία ωστόσο μένουν ακόμη να επιβεβαιωθούν - στέκει παράμερα, σφυρίζοντας αδιάφορα, φυτεμένο "αρμονικά" στο υποβλητικό τοπίο. Το περίεργο και μάλλον απογοητευτικό είναι πως ακόμα κι αν η υποψία αποδειχτεί λαθεμένη, η διαπίστωση ετούτη φαντάζει, παρόλα αυτά, καθόλα φυσιολογική σε όποιον την ακούει. Φυσιολογική και συνεπής με την πραγματικότητα - ή έστω μια πραγματικότητα. Μ' άλλα λόγια, σε καμιά περίπτωση δεν πέφτουμε κι από τα σύννεφα. Ακριβώς εδώ βρίσκεται το πρόβλημα! Όταν το απεχθές δε συνιστά πια έκπληξη, η ενέργεια της απογοήτευσης αγγίζει πια την ταχύτητα διαφυγής απ' την υπομονή ή την ελπίδα. Τότε η απογοήτευση μετουσιώνεται σε βαριά μελαγχολία - ή αηδία. Έπειτα, παίρνει τα πάντα παραμάζωμα.

Αν φαντάζει λογικό σε κάποιον - αντίς παράδοξο - ένα σκουπίδι στα βαθύτερα κοιλώματα της Γης ή στους υψηλότερους μαίανδρους της ατμόσφαιρας, τότε πόση μπίχλα και σκουπιδαριό θα 'πρεπε να περιμένει κανείς στο μέσο της κανονικής κατανομής του κόσμου, δηλαδή εκεί ακριβώς όπου οι άνθρωποι (και τ' άλλα πλάσματα) διάγουν τους καθημερινούς τους βίους! Δε χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Συχνά, η δύναμη της εικόνας είναι όση πληροφορία ή γνώση χρειαζομαστε : τ' ανοιγμένα στομάχια από τα θαλασσοπούλια, που ξεχειλίζουν πλαστικά καπάκια και νάιλον σακούλες, δεν είναι λιγότερη βλαστήμια σε ό,τι ιερό έχει απομείνει, απ' το ανοιχτό κεφάλι, πατικωμένο σε μια λερή κώχη ασφάλτου, πάνω σε τσίχλες και ξεντεριασμένα αποτσίγαρα, δίπλα σε θρυμματισμένα πλαστικά και γυαλιστερά περιτυλίγματα κρουασάν - μια βρωμιά, δηλαδή, που σοδομίζει τη ζωή και ξεφτιλίζει το θάνατο.

Αχ, ο Άνθρωπος, αυτό το αιώνιο παιδί, που νομίζει πως όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω του, ώσπου το προλαβαίνει ο καρκίνος! Αυτός ο φαύλος κύκλωπας, που φτιάχνει με το νου του ένα σύμπαν μες στο σύμπαν! Που συνθέτει μηχανές ασύλληπτες, μηχανές του αέρα και άλλες των υδάτων, μηχανές της γης και μηχανές των ουρανών. Μα όσο μακρύτερα κι αν ταξιδέψει, όσο βαθύτερα κι όσο ψηλότερα, με τρόπο παράδοξο, πάντα στο τέρμα της διαδρομής θα συναντά ξανά τον εαυτό του. Με τρόπο δαιμονικό κι απροσδιόριστο, αγκομαχώντας πάντα στο κατόπι των συνεπειών και ξένος προς κάθε πρόνοια, αυτό που γυρεύει διακαώς να επιτύχει θα σκοντάφτει, αναπόδραστα, σ' εκείνο στο οποίο απέτυχε κάποτε παταγωδώς.

Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα

Οι Weisi Guo, Kristian Gleditsch και Alan Wilson είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα, μιας μορφής επιστημονικής κατάντιας. Είναι οι μονοδιάστατα ηλίθιοι Sapiens, οι οποίοι χάνονται δυο βήματα από το εργαστήρι τους. Είναι οι κλασικοί μαλθακο-πίτουρες αστοί, οι οποίοι ρουφάνε τον εσπρέσο τους δίχως την παραμικρή υποψία, για τις συνθήκες μιας τυπικής φυτείας καφέ. Είμαι σίγουρος πως θεωρούν τους άστεγους μια γραφική νότα κι αυτό, μονάχα στην ειδική περίπτωση που καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται ένας άστεγος και δεν τον εκλαμβάνουν, ως τίποτα τουρίστα από τη Μογγολία. Πρόκειται για το συνηθισμένο τύπο αντιληπτικής ρηχότητας, ο οποίος αποδέχεται τους απανταχού κυβερνητικούς μηχανισμούς, ως κατά βάση καλοπροαίρετους - ή στη χειρότερη δύσκαμπτους κι αναποτελεσματικούς - παρά ως βασικούς συνένοχους. Ετούτα τα ορθά ζωντόβολα δεν έχουν ελπίδα, στον αιώνα των άπαντα, να υποψιαστούν την πολιτική φύση των αιτίων και των αιτιατών, καθώς η πολιτική είναι πλέον μπανάλ, αφηρημένη κι αντι-επιστημονική, στο βαθμό που δε μπορεί να υπαχθεί στα πειραματικά πρωτόκολλα. Τα εκατομμύρια των νεκρών και των εξαθλιωμένων δε συνιστούν μορφή κοινωνικών πειραμάτων, για τους Πιλάτους με τις λευκές, κολλαριστές φόρμες. Πιθανότατα θεωρούν πως η ασύλληπτη ποικιλία συρράξεων υπάγεται, περισσότερο, στη χαοτική τυχαιότητα της φανατικής βαρβαρότητας, παρά στη στρατηγική ανάπτυξη μιας άλλης βαρβαρότητας, νηφάλιας και καλλιεργημένης. Κι όμως, πρόκειται για πειράματα με όλη την χαρακτηριστική ανατομία των τυπικών πειραμάτων : χορηγοί (κυβερνήσεις, επιχειρήσεις), πειραματόζωα (λαοί, πανίδα, χλωρίδα), μετρησιμότητα (θυμάτων), επαναληψιμότητα (ανά την υφήλιο και ανά την εποχή), αντικειμενικότητα (εφόσον για το μέσο αστό, όλες οι συγκρούσεις ανάγονται σε κάποιο αδιάφορο «αλλού» ή κάποιο ξεθυμασμένο «άλλοτε»).

Σ' αυτό το παντελώς ηλίθιο άρθρο, επιχειρηματολογείται (στο όνομα των προαναφερθέντων ερευνητών) η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η Τεχνητή Νοημοσύνη στην πρόληψη των απανταχού συρράξεων και την αναζήτηση των αιτιών τους. «Armed violence is on the rise and we don’t know how to stop it» ξεκινάει το άρθρο. Αυτή η εξοργιστικά επιτηδευμένη αφέλεια θα μπορούσε να φανερώνει ανθρώπους, που ξύπνησαν από το κώμα μόλις χθες και, ξάφνου, αντίκρυσαν τον πρώτο σκοτωμένο. Σαν να μην έχει βουίξει ο τόπος κι οι λαοί πάνω από έναν αιώνα τώρα (για ν' αποφύγουμε τις παλαιότερες αναφορές), σα να μην είναι τα ράφια έτοιμα να βουλιάξουν από το βάρος της εργογραφίας πάνω στην ανθρώπινη νοσηρότητα. Οι τρεις καμπαλέρος ανακάλυψαν την κουράδα μόλις χθες κι έπεσαν σαν τις μύγες. Τα 3/4 των θυμάτων, λέει, είναι απ' το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία, μα στο άρθρο δύσκολα θα βρεις την παραμικρή μνεία για 'κείνη την ταπεινή χώρα των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία έχει ρημάξει τον γήινο τόπο του εγκλήματος από πατημασιές κι αποτυπώματά της. Με αριστοτεχνική ντρίμπλα, η μπάλα πασάρεται στον ΟΗΕ, δηλαδή στο κλασικό φερέφωνο της σύγχρονης πλανηταρχίας. Τα δάκρυα κυλούν ποτάμι, όταν ο τελευταίος δαπανά - το 2016 - είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια και καλά για ανθρωπιστικούς σκοπούς, την ίδια ακριβώς χρονιά που οι ΗΠΑ δαπανούν 611 (!!!) δισεκατομμύρια για στρατιωτικούς. Με συγκρίσεις αυτού του τύπου, αν ευθύς εξαρχής δεν υποκύψει κανείς στο νευρικό γέλιο, δύσκολα μπορεί ωστόσο να γλιτώσει από τη ναυτία και τον έμετο.

Τεχνητή Νοημοσύνη από ανθρώπους
που στερούνται κανονικής.

Από το άρθρο ετούτο, δε θα ψυχανεμιστείς το παραμικρό για την ισοπέδωση της αμερικάνικης οικονομίας απ' τους πολέμους, που η ίδια προκαλεί, θα μάθεις όμως πολύ καλά για τ' άπλυτα της Γκάμπια και την κατάντια του Κογκό. Είναι πανεύκολο και piece of cake -  αν το σκεφτείς - να προσποιείσαι πως δε γνωρίζεις τι ακριβώς συμβαίνει σε κάποιο ομιχλώδες κι εξωτικό αφρικανικό επέκεινα, παρά να κάνεις τα στραβά μάτια για το βόθρο που πλημμυρίζει το κατώφλι σου. Το άρθρο αναλώνεται σε ένα σωρό κινηματογραφικές κοινοτοπίες, την ώρα που Πεντάγωνα και κάθε CIA, όχι μονάχα παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, αλλά το συχνότερα είναι στρατηγικοί σχεδιαστές τους. Τούτες οι τεχνολογικές ασυναρτησίες δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια, αν ποτέ υιοθετηθούν ως πολύτιμες ευρεσιτεχνίες. Θα καταλήξουμε στον τετριμμένο τραγέλαφο, ο θύτης να γίνεται και δικαστής κι όλοι οι συνήθεις ύποπτοι να ευλογούν το τεχνολογικό θαύμα, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα στους κρατικούς μηχανισμούς ασφαλείας να κάμουν στο τέλος καλύτερο λογαριασμό, προ-οικονομώντας εκείνα ακριβώς που προ-οικοδομούν (!).

Η κατακλείδα είναι κυριολεκτικά για γέλια (μεταφράζω ελεύθερα): «Τρία πράγματα - λέει - θα βελτιώσουν την πρόβλεψη των συγκρούσεων : νέες τεχνικές Τεχνητής Νοημοσύνης, περισσότερες πληροφορίες για τις ευρύτερες αιτίες των συγκρούσεων και της επίλυσής τους και, τέλος, καλύτερα θεωρητικά μοντέλα, τα οποία να αντανακλούν την πολυπλοκότητα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και της ανθρώπινης λήψης αποφάσεων». Από τα τρία πράγματα, το πρώτο και το τρίτο είναι εκείνα ακριβώς στα οποία στοχεύει ο μέσος ερευνητής: μια μηχανική διαδικασία αποποίησης ευθυνών (καθώς η πραγματική και βαθιά γνώση επιτάσσει στο φέροντα και ανάλογο ήθος), ένα αποστειρωμένο ερευνητικό έργο από την οθόνη ενός υπολογιστή και, last but not least, ένα γόνιμο πεδίο αναζήτησης χορηγών ή απομύζησης κρατικών κονδυλίων. Κι όπως πολύ καλά γνωρίζει ακόμα κι ο τελευταίος προπτυχιακός, κάθε μοντέλο είναι τόσο αποτελεσματικό όσο τα δεδομένα του. Επιτρέψτε μου ν' αμφιβάλλω, λοιπόν, για την τροφοδοσία. Σ' ένα πρόγραμμα που απευθύνεται κυρίως σε κρατικούς ή δια-κρατικούς οργανισμούς - στο βαθμό που μόνο εκείνοι έχουν τα μέσα αντιμετώπισης των κρίσεων - από το input θα αγνοούνται επανειλημμένα οι φορείς, ακριβώς, εκείνοι που είναι και χρήστες. Ως εκ τούτου, στην έξοδο δε θα περιμένουμε τίποτα περισσότερο απ' όσα ήδη γνωρίζουμε. Κατά τ' άλλα, ακόμα και η πλέον νοήμων Τεχνητή Νοημοσύνη θα βρεθεί να στροβιλίζεται αμήχανη σε ατέρμονα loop, που άλλο δε θα κάνουν παρά να καίνε ρεύμα. Ο γόρδιος αυτός δεσμός θα υποκύπτει κάποτε, άδοξα, στο ξίφος της ανθρώπινης υστεροβουλίας. Τούτη η παλιά μας γνώριμη δε χρειάζεται ούτε βελτιωμένα μοντέλα, ούτε καινούργιες τεχνικές. Το μόνο που χρειάζεται είναι ψυχρή καρδιά και σταθερό χέρι. Είναι ο γυμνός μας αυτοκράτορας, που παλεύουμε να ντύσουμε με τις ελπίδες μιας ανάνηψης, εκ μέρους μας, ανέξοδης κι ανεύθυνης. Όταν αρκεί να παραδεχτούμε, απλά, πως ζούμε ακόμα σε αυτοκρατορίες.

Homo Linnaeus ...

[ Σουβενίρ από κάποιο blog που μας άφησε χρόνους ... ]

Homo ην και ως Homo απελεύσητω ...

Βρισκόμαστε ήδη στο 1735, όταν ετούτος ο καλοκάγαθος ανθρωπάκος ονόματι Carolus Linnaeus – ένας στρουμπουλός φυσιοδίφης ο οποίος στο εξής θα έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από την επιστημονική κοινότητα – αποφάσισε την ώρα που ξουριζόταν ότι το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει κι ότι δεν πήγαινε άλλο ετούτη η ιστορία με τους πιθήκους (ΣτΜ. Θα μου πείτε, ο Δαρβίνος δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Κι εγώ θα σας πω, πως είστε κακεντρεχείς και κακόπιστοι). Εκεί, μπροστά στον πιτσιλισμένο του καθρέφτη, δε μπορούσε να χωνέψει με τίποτα την τριχωτή του καταγωγή. Η λέξη «πίθηκος» απλά του καθόταν στο λάρυγγα και χοροπηδούσε πάνω-κάτω σα δεύτερο μήλο του Αδάμ. Στην πραγματικότητα είχε κάθε δίκαιο να δυσανασχετεί με τις συγκρίσεις αυτές, μιας και η αφεντομουτσουνάρα του έφερνε περισσότερο προς μοσχαροκεφαλή παρά προς οποιαδήποτε μορφή πιθηκοειδούς. Τέλος πάντων, αυτά τα ωραία κλωθογύριζαν μες στο μυαλό του εκείνες τις δύσκολες ώρες κι έτσι, όταν ξεκίνησε να σκουπίζει τις σαπουνάδες (και λίγες μύξες) απ’ το πρόσωπό του, ήταν ήδη αποφασισμένος να γίνει ο νέος πνευματικός πατέρας του ανθρώπινου είδους.

Αφού το σκέφτηκε επίμονα για μέρες πολλές – μερικοί απ’ το υπηρετικό του προσωπικό υποψιάζονταν ότι το σκεφτόταν ακόμη και την ώρα που έχεζε – και λαμβάνοντας υπόψη το εγκυρότερο στατιστικό δείγμα που μπορούσε να φανταστεί μια διάνοια του μεγέθους του - δηλαδή τον εαυτό του, τον συγχωρεμένο του πατέρα, τον κολλητό του απ’ το Τμήμα Βοτανικής του Πανεπιστημίου της Ουψάλα (άλλες κακές γλώσσες μιλάνε για τη γραμματέα του) και φυσικά τον καλό Χριστούλη – αποφάσισε ότι το αντιπροσωπευτικότερο όνομα για ένα τέτοιο εξαίσιο εξελικτικό δείγμα (σαν κι αυτό δηλαδή που αντίκριζε κάθε φορά που ξουριζόταν) δε θα μπορούσε να είναι απλά και σκέτα «Άνθρωπος». Καταντούσε δηλαδή σκανδαλώδης ετούτη η φαιδρή, ονοματολογική πεζότης! Κατέληξε, λοιπόν, στο συγκρατημένα βαθύ «Άνθρωπος ο Σοφός», τον γνωστό δηλαδή σε όλους μας Homo Sapiens (ο οποίος στην πραγματικότητα είναι Homo Sapiens Sapiens, μήπως και τελικά δια της επαναλήψεως το πιστέψουμε κιόλας).

Φυσικά, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι ακριβώς, αλλά κανείς δεν έχει την δυνατότητα ν’ αποδείξει πως έγιναν και διαφορετικά. Ο Κάρολος Λινναίος, όπως έχει μείνει γνωστός στην ελληνική βιβλιογραφία, ούτε λίγο-ούτε πολύ ήταν κάτι σαν τον Ευκλείδη της Βοτανικής. Εφηύρε ένα σύστημα ταξινόμησης και ονοματολογίας της χλωρίδας και συνεκδοχικά της πανίδας επίσης, το οποίο έβαλε τάξη στο χάος της Φύσης, καθότι όλοι γνωρίζουμε ότι η Φύση κάνει του κεφαλιού της και σημασία δε δίνει αν χωράει στη γκλάβα μας ή όχι. Κάθισε λοιπόν ο χοντρούλης μας βοτανολόγος κι έξυνε-έξυνε την κεφάλα του, μέχρι που τελικά του ξεκόλλησε η περούκα. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να πανικοβληθεί, συνέχισε να σκέφτεται μέχρι που τελικά αποφάσισε. Αποφάσισε λοιπόν να καθαρίσει τα νύχια του κι εκεί που καθάριζε ό,τι ήταν να καθαρίσει τέλος πάντων, σαν τις ξαφνικές κατραπακιές του πατέρα του (ήταν και κληρικός κι είχε βαρύ χέρι ο άτιμος, καθότι το λίπος βλέπετε) έπεσε πάνω του ανελέητη η έμπνευση.

Κοιτάζοντας τα πέντε του μισοκαθαρισμένα δάχτυλα συνειδητοποίησε ότι με πέντε ταξινομικές κατηγορίες, θα μπορούσε να ιεραρχήσει σε μια συνεπή και στέρεη δομή οποιαδήποτε μορφή ζωής θα μπορούσε να συναντήσει κανείς, κάνοντας μια βόλτα στις πέντε ηπείρους και τους πέντε ωκεανούς του πλανήτη. Η σύλληψη θεωρήθηκε κορυφαία, όχι γι’ άλλο λόγο παρά γιατί οι περισσότεροι επιστήμονες εκείνοι την εποχή είχαν από μαθηματικά τόση ιδέα, όση έχουν οι ταξιτζήδες από οδική συμπεριφορά. Έτσι ήταν πολύ βολικό να μπορούν να μετρούν τις κατηγορίες στα δάχτυλα του ενός χεριού, καθώς με το άλλο συνήθως προσποιούνταν ότι έγραφαν κάτι πολύ σοβαρό.

Είπε λοιπόν Λινναίος και εγένοντο Βασίλεια, Ομοταξίες, Τάξεις, Γένη και Είδη. Κι έτσι κάθε φορά που η Πυγμαία Μαρμοζέτα της Νοτίου Αμερικής θέλει να πάει προς νερού της, γνωρίζει πλέον ακριβώς τη σωστή πόρτα στην τουαλέτα και δε γίνεται το ρεζίλι της Βραζιλίας, να γελάνε μαζί της όλα τα Χορδωτά της ζούγκλας – εν αντιθέσει με τους σημερινούς φορτηγατζήδες που κατουράνε όπου βρούνε, στις εθνικές οδούς. Τα βαλε κάτω τα πράγματα, που λέτε ο Λινναίος, και κόψε-ράψε, κόψε-ράψε, εκεί που είχε ταξινομήσει περί τα 96.473.826 είδη κάτι δεν του καθόταν καλά, σαν δηλαδή κάτι να ‘χε ξεχάσει. Ήταν εκείνη την ώρα που ξουριζόταν μπροστά στο καθρεφτάκι του, όπως τα είπαμε και στην αρχή, όταν θυμήθηκε τελικά τι ήταν αυτό που ‘χε ξεχάσει κι έτσι από τότε δεν είμαστε απλοί και σκέτοι άνθρωποι, παρά είμαστε υπήκοοι του Βασιλείου των Ζώων, της Ομοταξίας των Θηλαστικών και της Τάξεως των Πρωτευόντων, στο Γένος Άνθρωποι αλλά στο Είδος Άνθρωποι οι Σοφοί (και γαμώ το κέρατό μας δηλαδή, αν και πιθανότατα άμα τη εμφανίσει των κεράτων αναγόμαστε αυτομάτως σε άλλη Τάξη: σ’ εκείνη δηλαδή των κερατάδων!).

Το 1778 ο αγαπητός Κάρολος μας άφησε χρόνους κι έτσι δεν έχουμε σήμερα την πολυτέλεια να διαπιστώσουμε αν κι ο ίδιος ήταν όντως σοφός ή αν ήταν εξίσου μαλάκας με τα βαφτιστήρια του. Πάντως στην ιστορία καταγράφτηκε σαν ένας άνθρωπος που προκαλούσε κυρίως το θαυμασμό.

Στην έγκριτη λαϊκή εγκυκλοπαίδεια της Βίκεως, διαβάζουμε ότι ο μέγας Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Ζακ Ρουσό (και όχι ο Ζακ-Υβ Κουστό, όπως αρχικά ήταν λανθασμένα αποδεκτό) του είχε γράψει ότι δε γνώριζε στη Γη ολάκερη μεγαλύτερο άντρα από αυτόν. Ο Ρουσό στην πραγματικότητα εννοούσε τον εαυτό του, αλλά τυχούσης της παρεξηγήσεως εποίησε τη νήσσα κι επέστρεψε στο συμβολαιογραφείο του. Ο ανυπέρβλητος Γερμανός λογοτέχνης Γιόχαν Βόλφγκανγκ Βον Γκαίτε έγραψε, με τη σειρά του, ότι με εξαίρεση το Σαίξπηρ και το Σπινόζα δεν εγνώριζε κανέναν ανάμεσα στους προγενέστερους που να τον έχει επηρεάσει περισσότερο. Έτριξε ο Ρουσό μέσα στο κοφίνι του για τούτη την αγνωμοσύνη, αλλά δε μπορούσε πια να κάνει και τίποτα, καθότι εκτός από Homo Sapiens ήταν και στο χώμα σάπιος, πιθανότατα από χρόνια.

Ένας άλλος πάλι συγγραφέας, Σουηδός αυτή τη φορά, ονόματι Αύγουστος Στρίντμπεργκ έγραψε ότι ο αγαπητός Κάρολος ήταν στην πραγματικότητα ένας ποιητής που έτυχε να γίνει φυσιοδίφης. Το πιθανότερο ήταν πως στην Σουηδία, πριν από 300 χρόνια, είχαν το ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα με τη χώρα μας σήμερα. Έτσι ένα τραγικό λάθος στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου, στοίχησε στον νεαρό τότε Κάρολο την αγαπημένη του Σχολή, αναγκάζοντάς τον να σπουδάσει στην δεύτερη επιλογή του. Λέγεται, επίσης, ότι υπήρξε και μια οικογενειακή σύγκρουση, καθώς ο πατέρας του περίμενε να τον βοηθήσει στο μαγαζί, απ’ το να κάθεται όλη μέρα ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι και γράφοντας ασυναρτησίες αναστενάζοντας. Το τελευταίο βέβαια διαψεύσθηκε απ’ την ύστερη ιστοριογραφική έρευνα, αφού διαπιστώθηκε ότι ο μπαμπάς του δεν είχε καν μαγαζί, καθώς επίσης ότι ο νεαρός Λινναίος συνήθιζε να ξαπλώνει μπρούμυτα.

Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογούμε (όπως λένε συνήθως οι άνθρωποι, αφού διαπιστώσουν ότι μιλάνε ήδη δυόμιση ώρες ∙ λέγεται ότι η έκφραση απέκτησε τη σύγχρονη δυναμική της από Φιντέλ Κάστρο εποχή), για όλους τους προηγούμενους λόγους (αλλά και μερικούς ακόμα) καταλήξαμε σήμερα να θεωρούμε τους εαυτούς μας σοφούς - κι εμείς οι Έλληνες μια τζούρα παραπάνω, ως γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων ημών προγόνων, τους οποίους θεωρούμε καθόλα τέλειους κι αν μπορούσαμε θα κάναμε ακόμη και την κλανιά τους αποσμητικό. Στην πραγματικότητα, η μόνη σοφία που έχει δει το φως της ημέρας σε τούτο τον πλανήτη είναι καμιά γριά θεία μας ή κανένας τίτλος σε βιβλίο. Σε όλες τις λοιπές εκδηλώσεις του είδους μας, το μόνο γνήσιο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε κανείς να μας αποδώσει είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάποια απαρχή ευφυίας, στη χειρότερη ένας ποσοτικά μονάχα ανώτερος μαϊμουδισμός: η μεγαλύτερη μάζα των ανθρώπων απλά μπορεί να εκτελεί με άνεση χιλιάδες εργασίες, ασχέτως του κατά πόσο κατανοεί τις αιτίες ή τις συνέπειές τους. Αυτή η κολοσιαία παπαγαλία ονομάζεται μάθηση, αλλά φυσικά είναι μάθηση μόνο κατ’ ευφημισμόν!

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε, χωρίς φυσικά επιστημονικά στοιχεία (αυτά θα απαιτούσαν μια κάποια ευφυία, από μέρους μας), τη θέση αυτή: το μόνο που πραγματικά μαθαίνουμε ως είδος είναι ο έλεγχος του σφιγκτήρα μας, έτσι ώστε να μην χεζόμαστε πάνω μας κατά τη διάρκεια ενός πολύ σημαντικού meeting (κι αυτό ούτε καν καθ' όλη τη διάρκεια του βίου μας, αφού ως γνωστόν το βιογραφικό μας σημείωμα ξεκινάει και τελειώνει με μια χεσμένη πάνα). Όλη η νοούμενη ως πολιτιστική εξέλιξη δεν είναι παρά η εκλέπτυνση των ειδών υγιεινής που χρησιμοποιούμε. Κατά τ’ άλλα, ούτε ένα βήμα πλησιέστερα στην αγάπη ή στην επικοινωνία κι οι μόνοι πραγματικά άνω-θρώσκοντες δεν είναι άλλοι από τους συμπαθητικούς μετεωρολόγους κι εκείνους τους κακομοίρηδες που, κρεμασμένοι, πλένουν τα τζάμια στους ουρανοξύστες.

Σημείωμα αφύπνισης

Για μία ακόμη φορά, η επιστημονική κοινότητα (ή τέλος πάντων, ένα φιλότιμο στιγμιότυπό της) αγωνίζεται ν' αφυπνίσει το ευρύ κοινό, από την υπαρξιακή του νάρκη. Μας κρούουν λοιπόν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς διαπιστώνουν ότι ακόμα και η συντηρητική χρήση των υπνωτικών χαπιών (με συνήθεις υπόπτους κάποιες δραστικές ουσίες, ας πούμε τεμαζεπάμη, διαζεπάμη και ζολπιδέμη) μπορεί πιθανότατα να οδηγήσει στον ύπνο το μεγάλο και τον ύστατο. Κι εκεί, δηλαδή, που λες να κατεβάσεις απλά κανένα διακόπτη, πέφτει μια κι έξω ο γενικός. Αναπόφευκτα, όλα ετούτα μού 'φεραν στον νου την αρχαιο-ελληνική Ποίηση, εκείνη που ήθελε κάποτε τον Ύπνο και το Θάνατο να 'ρχονται στον κόσμο σαν δίδυμα αδέρφια, παιδιά της Νύχτας και του Ερέβους. Βλέπεις, καλέ αναγνώστη, η αρχαία θυμοσοφία διαισθανόταν τη βαθύτερη ομοιότητα, ανάμεσα στις δύο καταστάσεις του ανθρώπου, που εν πρώτοις μοιάζουν τόσο διακριτές. Ίσως μάλιστα, να 'χεις νιώσει κι εσύ αυτή την αμήχανη σύγχυση, μπροστά στη θέα ενός ζεύγους διδύμων: ενώ είσαι απολύτως βέβαιος για τις λεπτές διαφορές που χαρακτηρίζουν τον καθένα (μια μικρή ελιά, μια τούφα μαλλιών ατίθαση, ένα βλέμμα σπινθηροβόλο), τελικά, στην πράξη ουδέποτε καταφέρνεις να ξεχωρίσεις ποιον ακριβώς από τους δύο έχεις κάθε φορά μπροστά σου.

Όμοια, λοιπόν, συμβαίνει κάποτε τα βλέφαρά μας να υποκύπτουν, νικημένα από έναν ύπνο βαρύ σα θάνατο, κι άλλοτε πάλι - σπανιότερα δυστυχώς, σε λίγους μακάριους θνητούς - ο θάνατος να καταφτάνει στη ζωή μας εύκολος και γλυκός σαν ύπνος. Πόσο μοιάζει ο άρτι αποθανείς έτοιμος να σηκωθεί και να μοιράζει καρπαζιές σ' όποιον ευρεί μπροστά του, σα φαρσοκωμικό αλαλούμ και ταινία της Βλαχοπούλου. Από την άλλη, δεν έτυχε ποτέ να σκύψετε πάνω από κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο - την ώρα που κοιμάται - και με την καρδιά σφιγμένη, να προσπαθήσετε ν' αφουγκραστείτε την ανάσα του;

Εκεί, στα δύο άκρα ανάμεσα, παραπαίοντας οι περισσότεροι από μας, γυρεύοντας το γλυκύτερο αδέρφι από τα δύο, συχνά, κακότυχα απαντούμε τ' αγριότερο. Με τα υπνωτικά - ή μ' άλλα αφιόνια - προσβλέπουμε σ' αυτή τη λύτρωση, από μια μέρα που κύλησε χωρίς εμάς και με τον ίδιο τρόπο μοιάζει ν' απομακρύνεται, ερήμην. Παρατημένοι (και παραιτημένοι) εκτός, καταμεσίς σε κάποιο στρώμα παγερό, εκκωφαντικά κι αδιάφορα ξεχασμένοι από τον ύπνο (ή τη ζωή), απλώνουμε το χέρι σε μιαν υπόσχεση λυτρωτικής γαλήνης. Ή πάλι - κάποιοι απο μας ή όλοι κάποτε - με το κρασί, την τηλεόραση κι άλλες παραμυθίες αναζητούμε απελπισμένα τον άλλο λήθαργο, εκείνον που σ' αφήνει με τα μάτια ορθάνοιχτα, μα ωστόσο σε τραβάει μαυλιστικά μακριά απ' τον εαυτό σου, την καθημερινή μιζέρια, μακριά απ' τη ζωή σου μ' άλλα λόγια. Έτσι, θέλω να κλείσω - αφήνοντας κι εσάς στον Ύπνο του Δικαίου -

εύκολα να μην κατηγορήσουμε
τον λάθος αδερφό αν συναντήσουμε,
καθώς
- όπως κι εμείς, όμοια κι αυτός -
ποτέ δεν είμασταν ξεκάθαροι ποιον θέλαμε ακριβώς ...



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

" Oh you, you know you must be blind
To do something like this
To take the sleep that you don't know
You're giving Death a kiss,
 Poor little fool now "