Σιωπηλός φύλακας

Πριν είκοσι σχεδόν χρόνια, μια νύχτα την οποία ο αναγνώστης παρακαλείται να φανταστεί χειμωνιάτικη χάριν ποιητικής αδείας, η σύντομη διήγηση μας μεταφέρει πίσω, σε μια Χίο κρυστάλλινη και γαληνεμένη. Λίγο έξω απ' τη χώρα της Χίου και μέσα στον ίδιο περιφραγμένο περίβολο συστεγάζονταν, τότε, το Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού όπου υπηρέτησα κι ο αντίστοιχος Λόχος Υποψηφίων Βαθμοφόρων όπου υποχρεωθήκαμε, κάποιοι από μας, να υπομείνουμε ακούσια και βαριεστημένα την παντελώς άχρηστη δήθεν εκπαίδευση του κληρωτού Λοχία. Εκεί, στον αφηρημένο χώρο ανάμεσα σ' έναν από τους πλευρικούς τοίχους του Λόχου και τα σταθμευμένα στρατιωτικά οχήματα, απλώνονταν τα όρια μιας σκοπιάς απ' την οποία είχαμε χρέος να επιβλέπουμε τον Όρχο κατά την υπηρεσία μας. Δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία, βέβαια, προκειμένου να υποψιαστεί κανείς πως η μοναχική φιγούρα που φυσούσε και ξεφυσούσε αναμετρούμενη με την αϋπνία, κάποια δύσκολη ώρα της γερμανικής βάρδιας -δηλαδή, μεταξύ δύο και τέσσερις το πρωί- άνηκε στον γράφοντα, ο οποίος θα 'τανε δε θα 'ταν τότε 26 χρονών. Ελπίζω, ο καλός αναγνώστης, να μην περιμένει πως θα μπορούσα σήμερα να του μεταφέρω έστω και την παραμικρή απ' τις αμέτρητες κι ασυνάρτητες σκέψεις εκείνης της ώρας, από αυτές με τις οποίες κάθε σκοπός παλεύει να ξεγελάσει το χρόνο ή την κούραση της νύστας και της ορθοστασίας. Ένα αόριστο, ωστόσο, αίσθημα πλανιόταν τη νύχτα ετούτη στην ατμόσφαιρα, ένα αίσθημα τόσο πρωτόγνωρο ώστε η μνήμη του έχει διατηρηθεί, σχεδόν ανεξίτηλη μέχρι τα σήμερα, ανατροφοδοτούμενο βέβαια περιστασιακά από τις κατάλληλες αφορμές, όπως αυτή για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα.

Η αδιόρατη υποψία, για την οποία γίνεται λόγος, δεν ήταν παρόλα αυτά φορτωμένη με το απειλητικό εκείνο αίσθημα το οποίο προβάλλουν συνήθως οι λιπόψυχοι χαρακτήρες -σαν και του λόγου μου- σε ήχους και σκιές, καθώς η φαντασία παλεύει να συνδράμει την πανωλεθρία της όρασης, μα δυστυχώς με τ' ακριβώς αντίθετα γεννήματα από 'κείνα που 'χει ανάγκη. Όχι, όχι. Στο κάτω-κάτω, όπως προείπαμε, όλη η ατμόσφαιρα ήταν κουρνιασμένη μέσα σε μια βαθιά γαλήνη κι οι μόνοι ήχοι που καταδέχονταν τις αισθήσεις ήταν το σούρσιμο των άρβυλων πάνω στο νωτισμένο χώμα και πότε-πότε ένα ξέπνοο χασμουρητό ή ρίγος. Έτσι τέλος πάντων διήγε ο κόσμος μες στη βαθιά εκείνη νύχτα, νηφάλιος, αφημένος με τρυφερότητα σε μία ατελείωτη και σιωπηλή αναμονή. Το αόριστο αίσθημα που περιγράψαμε, μολονότι σε καμία περίπτωση ανησυχητικό όπως είπαμε, ήταν παρόλα αυτά επίμονο όσο και παράδοξο κι άφηνε στις αισθήσεις μια ελαφριά επίγευση παρακολούθησης. Θέλω να πω, πως ενώ δεν υπήρχε η παραμικρή υπόνοια παρουσίας, ανθρώπινης ή άλλης, υπήρχε ωστόσο μια διάχυτη εντύπωση ότι κάποιος είχε στυλώσει τη ματιά του πάνω σου. Δεν είπαμε, ωστόσο, πως ένα βασικό αίτιο της αοριστίας αυτού του αισθήματος ήταν επιπλέον και το γεγονός πως παρέμενε οριακά ασυνείδητο, δηλαδή σ' εκείνη την αντιληπτική γκρίζα ζώνη όπου γεννιούνται οι μύθοι, και μόνο κατόπιν εορτής μπόρεσα ν' αναγνωρίσω την ύπαρξή του ενσωματώνοντάς το στη ροή των γεγονότων. Είπαμε, όμως, πως πρόκειται για σύντομη διήγηση κι επομένως ας μην κουράσουμε τον υπομονετικό αναγνώστη περαιτέρω κι ας προχωρήσουμε επιτέλους σ' εκείνο το αναπάντεχο συμβάν, το οποίο αποτίναξε και το τελευταίο ίχνος ύπνου απ' τα βλέφαρα, κάνοντας από τότε την ψυχή μου να κοντοστέκεται με δέος στην ανάμνησή του.

Ξάφνου, λοιπόν, κάποια ανυποψίαστη στιγμή κι ενώ το νυχτερινό σκηνικό έμοιαζε αποκρυσταλλωμένο εις το διηνεκές, μία ελάχιστη ψηφίδα από τούτο τ' άψυχο μωσαϊκό έπιασε να γέρνει ανεπαίσθητα, σα θρόισμα αποστερημένο απ' τον ήχο, κι άρχισε σιγά-σιγά ν' αποκολλάται απ' τον κόσμο των ψυχών και των ίσκιων προς στον κόσμο του φωτός και της ύλης. Ένα πυκνό νεφέλωμα, μια μπαμπακένια τολύπη ζωής γλίστρησε, τότε, με χάρη στο προσκήνιο κι έτσι, χτυπημένη απότομα απ' το ψυχρό φως του αντικρυνού στύλου, απέκτησε ξαφνικά υπόσταση. Επέλεξε μια τροχιά του αέρα, από εκείνες που γνωρίζουν μόνον οι ψίθυροι και τα πλάσματα της νύχτας, κι αφέθηκε πάνω της με τόση ευγένεια, ώστε θαρρούσε κανείς για λίγο πως δεν υπήρχε πλέον ατμόσφαιρα κι ούτε η παραμικρή αναγκαιότητά της, προκειμένου να συντελεστεί το ελάχιστο θαύμα που μόλις αντιλαμβανόμουν. Πιθανότατα, ακόμη, η εντύπωση ετούτη να επιτάθηκε κι από το γεγονός πως εκείνες τις ελάχιστες στιγμές τα στήθη μου είχαν απομείνει αποσβολωμένα κι η μοναδική μετέωρη ανάσα εντός τους έμοιαζε να εξαντλεί όλον το φυσικό αέρα του κόσμου -ούτε έναν αναστεναγμό περίσσευμα. Τέλος, ο φασματικός επισκέπτης οδηγημένος από την αναγκαιότητα που αρχικά τον ενέπνευσε πέρασε κάποτε το απροσδιόριστο εκείνο όριο, όπου δεν είναι πια μήτε ακέραιο φως, μήτε και σαφές σκοτάδι κι εξαϋλώθηκε το ίδιο ανεπαίσθητα κι αθόρυβα, όπως ακριβώς σαρκώθηκε στο μικρό σύμπαν της σκοπιάς μου, έναν παλμό της καρδιάς νωρίτερα. Όλα τούτα φυσικά, όπως θα καταλάβατε, γίνηκαν μέσα σ' ένα κλάσμα του συνηθισμένου χρόνου και, δυστυχώς, το μεγαλύτερο μερίδιο διεκδικήθηκε από την κώχη του ματιού περισσότερο, παρά απ' την κόρη. Μα κι έτσι ακόμη, στάθηκε βίωμα ικανό να ξεχειλίζει ίσαμε σήμερα απ' τα χείλη μου με αμείωτο σεβασμό κι ίσως με κάποια λατρεία, καθώς από τότε δεν έχω αντικρύσει ον που να περιγελά τους ήχους και τα αισθήματα με τόση φυσικότητα, πλάσμα που να σιγεί με τόση ευγένεια.

Ο νυχτερινός αυτός και διακριτικός σύντροφος στεκόταν προφανώς για κάποιαν ώρα στην πρόχειρα διαλεγμένη βίγλα του, δίχως ωστόσο να προδίδει την παραμικρή ένδειξη παρουσίας -πέραν ίσως από κάποιαν αδιόρατη κίνηση βλέμματος. Από την άλλη πάλι, στο νυσταγμένο εγκέφαλο του γράφοντος συντελούνταν μια σαφής αντίφαση μερών, εξ ου και η απροσδιοριστία του αισθήματος, αυτό που ήμουν αναγκασμένος ν' αποκαλέσω προσωρινά διαίσθηση, δίχως ωστόσο να υπονοώ τίποτε παραφυσικό. Το οπτικό ερέθισμα είχε προφανώς ολοκληρώσει τη διαδρομή του, ώστε ένα μέρος της νόησης απόκτησε κάποια στιγμή συνείδηση κάποιας μεταβολής των ίσκιων, των δομών, πως ένα αμφίβολο κάτι δεν ήταν πλέον όπως πριν. Από την άλλη ωστόσο το τμήμα της νόησης εκείνο, το οποίο ήταν μαθημένο ν' αποκαλύπτει μορφές και σχήματα, διαρκώς αποτύγχανε, δεδομένης φυσικά και της απορίας επαρκών αισθημάτων μες στην προχωρημένη νύχτα. Μα υποθέτω κι εξαιτίας ενός χάσματος μεταξύ εμπειρική γνώσης απ' τη μία (ποτέ στη ζωή μου δεν είχα συναντήσει αληθινή κουκουβάγια), προσδοκιών κι ειδικών συνθηκών από την άλλη (μια κουκουβάγια ήταν το τελευταίο που περίμενα να δω στο νυσταγμένο εκεί και τότε). Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος είχε γνώση μιας  μεταβολής, μ' αδυνατούσε να σχηματίσει συνείδηση, να κάνει τη σύνδεση και τη μετάφραση. Εκείνη η παροδική ανημπόρια του νου, η αμηχανία, το καλύτερο που μπορούσε να προσφέρει ήταν ένα αόριστο διαίσθημα παρουσίας, ώστε να θέσει τουλάχιστον τη συνείδηση σε επιφυλακή για το αναπάντεχο.

Σήμερα όμως στέκομαι εδώ, απέναντί σου καλέ αναγνώστη, κι η σκέψη μου επιστρέφει σ' εκείνες τις λυπηρά σύντομες στιγμές. Και σκέφτομαι πως αυτή η μαγεία, αυτό το θαύμα, αυτή η εντύπωση η οποία συντελείται όταν δυο πλάσματα του κόσμου έρχονται σ' επαφή, καθώς τα πάντα γύρω τους έχουν κατασιγήσει, δε χωρά σε καμία βιντεοσκόπηση ή άλλη καταγραφή, ούτε αναλογική, ούτε ψηφιακή, ούτε οποιασδήποτε ανάλυσης, ευκρίνειας και διαστατικότητας. Ετούτη η ακραιφνής εμπειρία είτε βιώνεται όπως είναι, γυμνή και τέλεια, είτε ακυρώνεται ολοσδιόλου. Γιατί συμβαίνει, όπως ακριβώς κι η φωτογραφία ενός αγαπημένου προσώπου, να είναι αφορμή μνήμης και όχι μνήμη καθαυτή, έτσι κι εδώ. Δίχως την πραγματική μνήμη οι υπομνήσεις καταρρέουν σε θρύμματα. Όλα ετούτα τα υπέροχα σκηνοθετημένα κι ενορχηστρωμένα αποσπάσματα αισθημάτων, τα οποία συνιστούν οι διάφορες ηλεκτρονικές μαρτυρίες του φυσικού κόσμου εν γένει ή των ζώων ειδικότερα, θαρρούμε ότι πλουταίνουν τον άνθρωπο όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, τον φτωχαίνουν και τον αποδυναμώνουν. Τον ωθούν στην έξη της πλάνης, αντί στη δίψα για  τον αληθινό κόσμο. Δεν είναι η Παναγιώταινα που υπερνικά τ' ολότερα, μα περισσότερο η αλαζονεία μιας ψυχικής οκνηρίας που γίνεται μονόδρομος. Τέτοιες υποθετικά αναγκαίες ευτέλειες, τελικά απισχναίνουν την αντίληψη, ώστε ακόμα κι όταν δεν παραποιούν εντελώς την πραγματικότητα αμβλύνουν τις εντυπώσεις τόσο, ώστε να πρέπει να παραδεχτούμε θλιβερά πως ενώ αισθανόμαστε πλήρεις αισθημάτων, κατά βάθος, δεν έχουμε ζήσει απολύτως τίποτα. Κι έτσι, το παρακάτω βίντεο που στάθηκε η αφορμή για όλη αυτή την αναπόληση κι ενθύμηση, οσοδήποτε εντυπωσιακό, δεν είναι παρά ένα γελοίο ανέκδοτο, μια αστόχαστη βλαστήμια, άμα το βάλω πλάι να συγκριθεί μ' εκείνη τη μαγική νύχτα στη Χίο, είκοσι χρόνια πίσω. Τότε δηλαδή που ο Κόσμος μ' άφησε μια στιγμή να χαζέψω, μέσα απ' τη ρωγμή που χάραξε στο βλέμμα εκείνος ο αιθέριος λευκός επισκέπτης, όλες τις μυήσεις τις οποίες ο ακόρεστος καρκίνος των ανθρώπων κατέπνιξε με την εξάπλωσή του, όλα τα αισθήματα και τις σχέσεις απ' τα οποία βίαια η ζωή μας στειρώθηκε κι απόμεινε να γεννά, πλέον, μόνον τα τεχνικά τερατουργήματα τις ανθρώπινης υπαρκτικής μοναξιάς.


Υστερόγραφο : Για να στέκονται, ωστόσο, τα πράγματα σύμμετρα με την (ή έστω μία) πραγματικότητα και να μην εξωραΐζονται δανειζόμενα υπέρ το δέον ανθρώπινες ιδιότητες περί χάριτος ή άλλων ευγενών, καταθέτω και την παρακάτω μαρτυρία, η οποία απέχει πολύ απ' το να 'ναι εξίσου κολακευτική με τα προηγούμενα! :) Τα ζώα, προφανώς, δεν δίνουν δεκάρα για την ανθρώπινη κρίση περί κάλλους κι ούτε γενικότερα για την ανθρώπινη κρίση. Και πολύ καλά κάνουν, θαρρώ, καθόσον η υπερεκτιμημένη ανθρώπινη κρίση δεν είναι, ούτ' αυτή με τη σειρά της, ιδιαίτερα κολακευτική για τον τόπο παραγωγής της. Σα μια παρέα από γριές άρπυιες, λοιπόν, η παρακάτω συμμορία μας υπενθυμίζει αν όχι μια «χυδαία» εκδοχή Waldorfs και Statlers, τουλάχιστον πως υπάρχουν θεάματα τα οποία θα προτιμούσαμε να μην είχε γίνει ουδέποτε η γνωριμία τους!

Brief reflection on accuracy

By Miroslav Holub

Fish
   always accurately know where to move and when,
   and likewise
   birds have an accurate built-in time sense
   and orientation.

Humanity, however,
   lacking such instincts resorts to scientific
   research. Its nature is illustrated by the following
   occurrence.

A certain soldier
   had to fire a cannon at six o’clock sharp every evening.
   Being a soldier he did so. When his accuracy was
   investigated he explained:

I go by
   the absolutely accurate chronometer in the window
   of the clockmaker down in the city. Every day at seventeen
   forty-five I set my watch by it and
   climb the hill where my cannon stands ready.
   At seventeen fifty-nine precisely I step up to the cannon
   and at eighteen hours sharp I fire.

And it was clear
   that this method of firing was absolutely accurate.
   All that was left was to check that chronometer. So
   the clockmaker down in the city was questioned about
   his instrument’s accuracy.

Oh, said the clockmaker,
   this is one of the most accurate instruments ever. Just imagine,
   for many years now a cannon has been fired at six o’clock sharp.
   And every day I look at this chronometer
   and always it shows exactly six.

Chronometers tick and cannon boom.

[ Πηγή: Poetry Foundation ]