Θέλει αρετή και τόλμη, το σύνδρομο απ' τη Στοκχόλμη.


Λένε πως οι όμηροι έχουν την τάση να συνδέονται συναισθηματικά με τον εγκληματία, που τους ορίζει. Το κάνουν, λένε, ασυνείδητα. Από ένστικτο αυτοσυντήρησης. Είναι λένε σύνδρομο, σα να λένε δηλαδή μιας μορφής πάθηση, που χρήζει φροντίδας. Κι εγώ λέω, δεν είναι ο εγκληματίας άνθρωπος; Η άσκηση βίας ακυρώνει την ανθρωπινότητά του; Διαγράφει αισθήματα, κίνητρα, βάθος; Αν έχει κάποια δόση αλήθειας η υπόθεση πως στα δύσκολα κρίνεται ή φανερώνεται η αληθινή πλευρά των ανθρώπων, τότε ποιος άλλος είναι πλησιέστερα στον εγκληματία, σε αυτήν την οριακή στιγμή που τόσες ζωές διασταυρώνονται, παρά ο όμηρος; Ποιος άλλος, απ' τον όμηρο, γίνεται μάρτυρας ενός προσώπου, ενός χρώματος, μιας κουβέντας, που ακόμη κι η ίδια η μάνα του εξουσιαστή πιθανότατα αγνοεί;

Λένε πως οι όμηροι φτάνουν μέχρι και το σημείο να φοβούνται τους διασώστες τους (δηλαδή, την αστυνομία), ενώ θα 'πρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο. Κι εγώ λέω, μα πώς αυτό; Όταν κι οι δυο τους, δράστης και αστυνομία, έχουν τους ίδιους στόχους (τα χρήματα), αλλά η δεύτερη δεν έχει τίποτα να χάσει, πώς γίνεται να μη φοβάσαι περισσότερο εκείνον που δεν έχει τίποτα να χάσει; Γιατί ο εγκληματίας σε υποτάσσει στην εξουσία του με μεγαλύτερη τιμιότητα. Στο κάτω-κάτω, συνδέει κι αυτός την ίδια του τη ζωή με τη δική σου. Στο πρόσωπό του ταυτίζονται η βούληση και το χέρι. Από την άλλη, στο πρόσωπο της αστυνομίας αυτά τα τελευταία είναι διακριτά. Άλλοι αποφασίζουν, άλλοι πυροβολούν. Και φυσικά - ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι - αν η αστυνομία νοιαζόταν πρωτίστως για την σωματική ακεραιότητα των ομήρων, τότε οι περισσότερες ληστείες ομηρίας δε θα μπορούσαν παρά να είναι επιτυχημένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου